νικοστράτειος

νικοστράτειος
νικοστράτειος, ὁ (Α) [Νικόστρατος]
1. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἀμπέλου»
2. φρ. «νικοστράτειος βότρυς» — είδος σταφυλιού που παραγόταν στην Αττική Αθήν..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”